- πολυπάθεια
- ητο να παθαίνει κανείς πολλές δυστυχίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυπαθείᾳ — πολυπαθείᾱͅ , πολυπάθεια suffering of many calamities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάθεια — suffering of many calamities fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάθεια — ἡ, ΜΑ [πολυπαθής] 1. το να υπόκειται κανείς σε πολλά πάθη σώματος και ψυχής ή σε πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων 2. ποικιλία παθών, σωματικών και ψυχικών αρχ. το να έχει περάσει κανείς πολλές δυστυχίες … Dictionary of Greek
πολυπαθείας — πολυπαθείᾱς , πολυπάθεια suffering of many calamities fem acc pl πολυπαθείᾱς , πολυπάθεια suffering of many calamities fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάθειαν — πολυπάθεια suffering of many calamities fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԶՄԱԿՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 408 Chronological Sequence: 8c գ. πολυπαθεία multiplex affectio Կրելն զբազում ինչ. ունելն զբազում կիրս, եւ զբերմունս. *Զերգոցն (երգոց երգոյն) նիւթեղէնս բազմակրութիւնս. Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)